- ἐξεταστής
- ἐξεταστήςexaminermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεταστής — ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω] νεοελλ. 1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ. 2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους αρχ. μσν. κριτής, δικαστής αρχ. 1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών 2. (στην Αθήνα)… … Dictionary of Greek
εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξετασταῖς — ἐξεταστής examiner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξετασταί — ἐξεταστής examiner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστοῦ — ἐξεταστής examiner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστῇ — ἐξεταστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστήν — ἐξεταστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστῶν — ἐξεταστής examiner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστά — ἐξεταστά̱ , ἐξεταστής examiner masc nom/voc/acc dual ἐξεταστής examiner masc voc sg ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστάς — ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc acc pl ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)